- ζηλόφτονος
- η , ο [ος , ον ] см. ζηλόφθονος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζηλόφθονος — και ζηλόφτονος, η, ο ζηλιάρης, φθονερός, ζηλότυπος. επίρρ... ζηλοφθόνως και ζηλόφθονα με ζηλοφθονία, φθονερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζήλος + φθόνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Στέφανο Ξένο στην εφημερίδα Βρεττανικός Αστήρ] … Dictionary of Greek